- καταποδιαστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ακολουθεί κάποιον κατά πόδας, που έρχεται πίσω από άλλον, ο αλλεπάλληλος: Τον κυνηγούν οι τύψεις καταποδιαστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.